- ἐπίμοιρος
- ἐπί-μοιρος, teilhaftig, fähig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επίμοιρος — ἐπίμοιρος, ον (Α) κοινωνός, μέτοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *μοιρος (< μοίρα < μείρομαι «διαιρώ, συμμετέχω»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. δί μοιρος, μεμψί μοιρος)] … Dictionary of Greek
ἐπίμοιρος — partaking in masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίμοιρον — ἐπίμοιρος partaking in masc/fem acc sg ἐπίμοιρος partaking in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek